|
обшивать досками; настилать пол #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово обшивать досками? — επισανιδώνω как на (ново)греческом будет слово настилать пол? — επισανιδώνω как с (ново)греческого переводится слово επισανιδώνω? — обшивать досками, настилать пол — εκλεκτικισμός — διεθνιστική — αντρειωμένος — μεσολαβητής — εκτόρεοση — αδιήθητος — ξεπαραδιάζω — ρήση — καλοκαιρεύω — αντιπερισπώ — παραμυθολόγιο — οινομαγειρείο — ανοσιούργημα — Λονδρέζα — καπνοσυλλέκτης — θάττον — γόνιμος — υπομίσθιος — δακτυλογραφέσσα — γύναικόσογο — τρελός |
|||