Новогреческий словарь
αϊδημητριάτικος
αϊδημητριάτικ|ος
1.
октябрьский
;
2. (τό)
хризантема
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
октябрьский
? —
αϊδημητριάτικος
как на
(ново)греческом
будет слово
хризантема
? —
αϊδημητριάτικος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αϊδημητριάτικος
? — октябрьский, хризантема
#
(ново)греческий словарь
—
αποκρυπτογραφώ
—
ανθίζομαι
—
επικάρδιον
—
επιφυάς
—
μηχανορραφία
—
περισυλλέγω
—
γαμψότητα
—
προσημειώνω
—
τρία
—
ντοκουμεντάρω
—
αροχνοβριθής
—
κατσαμάκι
—
αδιάταχτος
—
δαιμονολόγος
—
γλυκαντικό
—
αγκαλιάζω
—
πλινθοκεραμοποιός
—
καπνοπώλης
—
βάσταγμα
—
πιασμένος
—
θρηνώδης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве