|
относящийся к гостинице, отелю, ресторану #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово относящийся к гостинице? — ξενοδοχιακός как с (ново)греческого переводится слово ξενοδοχιακός? — относящийся к гостинице — χάιδι — διαγγελέας — ξενηλασία — ποταμόχωστος — ισραηλίτισσα — ευθυμογράφος — συλλογιέμαι — κατακόρυφος — συκάμινος — άγνωρος — βενζινάροτρο — κλωγμός — λαδόκονο — πυελικός — καυχησιολογία — μνημονικός — οπός — γιασεμί — ελαιουργείο — αναρριχητής — ροπαλοφόρος |
|||