προκαταβολικά

формы словаβ
προκαταβολικά
предварительно, заранее



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово предварительно? — προκαταβολικά
как на (ново)греческом будет слово заранее? — προκαταβολικά
как с (ново)греческого переводится слово προκαταβολικά? — предварительно, заранее


αδαμαντοποίκιλτοςαεριοποιώτεμαχισμένοςσελιδοποιούμαιφαραώνιαοψιγενήςεκπαιδευτικόςαπολύμανσηασύστατοςμακρομικρόμετροχαζεύωχρωμοφωτογραφίαεκτητικόςτανάπαλινμαγκοφέρνωαναγκεμένοςψιακίπίνακαςκατακερματίζομαισυνταγματαρχίναδιαμήκης




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit