|
предварительно, заранее #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово предварительно? — προκαταβολικά как на (ново)греческом будет слово заранее? — προκαταβολικά как с (ново)греческого переводится слово προκαταβολικά? — предварительно, заранее — αδαμαντοποίκιλτος — αεριοποιώ — τεμαχισμένος — σελιδοποιούμαι — φαραώνια — οψιγενής — εκπαιδευτικός — απολύμανση — ασύστατος — μακρομικρόμετρο — χαζεύω — χρωμοφωτογραφία — εκτητικός — τανάπαλιν — μαγκοφέρνω — αναγκεμένος — ψιακί — πίνακας — κατακερματίζομαι — συνταγματαρχίνα — διαμήκης |
|||