|
(-ήρος) ο мор. эхолот #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово эхолот? — βολιστήρας как с (ново)греческого переводится слово βολιστήρας? — эхолот — εύφρων — φυλάχτρα — αντιοξυγόνος — μηλοβολία — πλαγιοσπορά — εφκιέμαι — κερδοσκοπικός — τρυπητήρας — ανθέλληνας — θερμοχημεία — έμβασις — κάτωθι — αντίγραφον — τάραξη — υπαπαντή — κατήχηση — ετερόπους — φραγγέλιο — θέσπιση — αναμηρυκαστικός — ολοθύμως |
|||