|
(о) палить (на огне) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово палить? — τσουρουφλίζω как с (ново)греческого переводится слово τσουρουφλίζω? — палить — αμυλάση — εξακοσιόδραχμος — γουρουνίζω — τεχνουργικός — αψηλάφιστα — βαρομετρία — πολυτονικός — κάλλια — κατάφυτος — αποξέχασμός — σκοτεινόχρωμος — ιχθυοκαλλιέργεια — τρυπόξυλο — ελεφαντίαση — διατί — βρογχοκήλη — ακέραιος — σφαντάζω — εντερονίδα — ρόπτρο — εικονίζω |
|||