|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σπινθηριστής? — — βαμβάκι — απαιτώ — επιβραδύνω — ευλογιάζω — καλυμμαύχιο — αποτελεσματικός — ταβανώνω — δεσμώτις — νεκρό — βήξιμο — ομοιογενοποίηση — εθνεγερτικός — μαγνησιούχος — υπέγγυος — κεφαλαιουχικός — ανέψανος — τράστ — μουρμούρισμα — γλεντζές — δίξιφος — ενδυτός |
|||