|
ο деревенское полупальто (мужское) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово деревенское полупальто? — σαγιάς как с (ново)греческого переводится слово σαγιάς? — деревенское полупальто — λαιμός — εκατόγραμμο — βουλγάρικα — ταυρομάχος — βιβλιοκριτικός — πτυχωσιγενής — μορφονιά — αδερφοποιτός — ξινομυζήθρα — περιοδικό — παχούτσικος — ημίγυμνος — Αλγερίνα — παλαιά — χαλκεύω — κυκλοφορώ — ισόποσο — ξαλαφρωμένος — θεριστικότης — προσφυγοπατέρος — οφιόδηκτος |
|||