|
(γεν. γρυπός) ο миф. грифон #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово грифон? — γρύφονας как с (ново)греческого переводится слово γρύφονας? — грифон — συνετά — διαβολεύω — απόπνιξη — σκύβω — εξασθενώ — φιλο- — ασημοζώναρο — αντραλώνομαι — πιπεριά — τομάρι — νονός — ελευθεροπλοία — ματαιοπονία — θεωρός — μεσάρι — φαλακρότητα — υποθερμικός — μουγκρός — ραδιολόγος — ετερόστομος — λονδρέζικος |
|||