Новогреческий словарь
δισπέντσα
δισπέντσα
η 1)
кладовая
;
2) мор.
камбуз
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
кладовая
? —
δισπέντσα
как на
(ново)греческом
будет слово
камбуз
? —
δισπέντσα
как с
(ново)греческого
переводится слово
δισπέντσα
? — кладовая, камбуз
#
(ново)греческий словарь
—
στιλπνότητα
—
βιομηχανοποίηση
—
ελαχιστότητα
—
γουνάράδικο
—
επανακάθημαι
—
καταιονητήρ
—
εξάρα
—
λιπάση
—
φιγουρίνι
—
διακονόθρεμμα
—
ιέρισσα
—
αναφρούμασμα
—
αιματοθεραπεία
—
κωδωνοστάσι
—
προσχηματίζω
—
ποταμόσκυλο
—
εξωτικός
—
μαλλισρισμός
—
απαρόμοιαστος
—
απολουσίδι
—
ανάφεγγος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве