|
η 1) кладовая; 2) мор. камбуз #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кладовая? — δισπέντσα как на (ново)греческом будет слово камбуз? — δισπέντσα как с (ново)греческого переводится слово δισπέντσα? — кладовая, камбуз — Ινδονήσια — μαριονέττα — ανθός — προανακριτικός — εδώ — σχολικός — αλησμόνητος — μειλίχιος — φοινικίδα — υποδάπεδον — γενναριάτικος — αφαίρεση — επέλαση — υποπλασία — υπερφεγγάρι — ελαφίσιος — κατάλληλα — λουκουμάς — κολώνα — κουνελάκι — τράβαλα |
|||