|
в розницу; χοντρικά καί ~ — оптом и в розницу #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово в розницу? — λιανικά как с (ново)греческого переводится слово λιανικά? — в розницу — Π — αλοπηγός — κρύπτω — διάστρα — ξαρματωμένος — ικρίον — ψήλωμα — βλάχος — μπάσκετ — μπατιρώ — βομβαρδίζω — γαντσία — επανέλεγχος — φαντάρος — χαρίζομαι — ερειπώνομαι — γιαίνω — απόνοχτος — αγαλματολατρεία — φαινομενικός — εξαγώγιμος |
|||