Новогреческий словарь
φίς
φίς
штепсель
φίς σούκο — евро-штепсель (с заземлением)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
штепсель
? —
φίς
как с
(ново)греческого
переводится слово
φίς
? — штепсель
#
(ново)греческий словарь
—
διάτα
—
φώναξη
—
ασώπαστος
—
απολνώ
—
μπερδεψοδουλειά
—
περιτέμνω
—
δισεκατομμύριο
—
αδικημένος
—
γιάτσο
—
προανακρίνω
—
καταπλήσσω
—
αποκρυσταλλωμένος
—
κακοτυπωμένος
—
αβόλετος
—
ορθοέπεια
—
σιγμός
—
αγγειοδιασταλτικό
—
Άμμων
—
καλλιεργήτρια
—
σκιερός
—
αντιψέγω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,