|
попадать в плен #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово попадать в плен? — αιχμαλωτίζομαι как с (ново)греческого переводится слово αιχμαλωτίζομαι? — попадать в плен — οικουμενικότης — συριγγώδης — σαπωνοπωλείο — δουλευτής — φλεβορραγία — αΰπνωτος — γονιμοποιός — μετενταφιάζω — κυματικός — αράφι — εκλαϊκεύω — αργατινό — τσιότρα — νομιμόφρων — κόκκορας — καφέ-σαντάν — αστειολόγος — αποκαθηλώνω — απερηφάνευτος — σακχαρικός — δευτεροβάθμιος |
|||