Новогреческий словарь
αιχμαλωτίζομαι
αιχμαλωτίζομαι
попадать в плен
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
попадать в плен
? —
αιχμαλωτίζομαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
αιχμαλωτίζομαι
? — попадать в плен
#
(ново)греческий словарь
—
ευμενής
—
επίτονος
—
περιωπή
—
ακαθησύχαστος
—
καθετηρίαση
—
επιπλοκή
—
εκατοχρονίτισσα
—
αλογοφόρτι
—
παρακάμπτω
—
χρυσοτόκος
—
οικολογία
—
εξοτμιστικός
—
φιλοτομαρισμός
—
ζαχαρολεμονιά
—
αδιατρύπητος
—
καταρράκωσις
—
αποθησαύριση
—
αφόβιστος
—
αντιβάλλω
—
δοκίμασμα
—
γαμψός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве