Новогреческий словарь
κορινθιακός
κορινθιακός
коринфский
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
коринфский
? —
κορινθιακός
как с
(ново)греческого
переводится слово
κορινθιακός
? — коринфский
#
(ново)греческий словарь
—
ρεγουλάρισμα
—
ερρινισμός
—
αρπαχτικότητα
—
ασκούριαστος
—
μουλτεζίμης
—
ουρανοθέμελος
—
απαράληπτος
—
επιδετικός
—
βαρελίσιος
—
καλοθυμούμαι
—
αδιαχώρητα
—
υπόθετο
—
τερατόμορφος
—
μικροβιοφαγία
—
ερωτηματολόγιο
—
πάστρευμα
—
ανάγελο
—
αγιαστήρι
—
αχολογή
—
ξενητευμός
—
φιλομάθεια
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве