|
коринфский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово коринфский? — κορινθιακός как с (ново)греческого переводится слово κορινθιακός? — коринфский — φρικάρω — οικοκυρική — στρογγύλεμα — υπάγω — σαπωνοποίηση — δέλετρον — ηλιοχρύσωμα — αναπηδητικός — άνανθος — τρόπις — παναθηναϊκός — δικαιολογητικός — αλογόνο — ιχνοστοιχείο — αποδιοργάνωση — πολλαπλασιάζω — πλειονοψηφία — παστερίζω — επισκοπή — ξανακυλώ — κέλης |
|||