|
увильну́ть, уклони́ться #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово λουφάρω? — — παραφθείρω — θωπεύω — ικανοποιώ — αλληλοκτονία — αδυσκόλευτος — πολυφάγος — εκκλησάρης — αποσβολώνω — άζωστος — θερμοδοχείον — προβλήτα — γκαζιέρα — κακοφορμίζω — αρπακτικός — τρευλό — στοργικά — θαμπουλίζω — πλήρωμα — εκγυμνώνω — κουβερτούλα — στραγγαλίζω |
|||