|
эмалированный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово эмалированный? — εφοαλωτός как с (ново)греческого переводится слово εφοαλωτός? — эмалированный — υπόστεγο — έρπω — φιλολαϊκός — αλώσιμος — ορογάνος — λαμαρίνα — εξαχρειωτικός — ευαγγελιστής — επουλωτικός — διάκενος — παραγνώρισμα — σημειωτής — στεναγμός — ορμιά — διπλαριά — βρεσιμιό — νωθρός — εμπιστευτικά — άδαρτος — καρδιολόγος — κουνω |
|||