|
η физ. диоптрия #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово диоптрия? — διοπτρία как с (ново)греческого переводится слово διοπτρία? — диоптрия — κρυσταλλουργός — ανερωτώ — υπέρμαχος — πρέμνο — συνυπεύθυνος — βλήχημα — σπουδαστήριο — χαλνω — ανακλαδούμαι — φάσκελο — σαμόλαδο — στρήβω — νίψιση — λεληθότως — πολιτεία — καταβοσανίζω — σταθμητός — αναφαίνομαι — φράγκικα — σφύραινα — αντισυνταγματικός |
|||