|
ο грек #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово грек? — Έλλην как с (ново)греческого переводится слово Έλλην? — грек — ξεμπαρκάρισμα — τρούλλος — έθεσα — αλιεύω — απόθλιψη — μισοχώνομαι — νεογνολογία — αυτοφαγία — τσερβέλλο — ξαπλωτός — νέμω — γατσιόμαλλα — λιθοδομώ — αγγειέμφραξη — νουθεσία — ταβάνωμα — αντισταθμιστικός — αλβανόφωνος — αναδοσιά — λεληθότως — μαυροθαλασσίτης |
|||