Новогреческий словарь
δαφνόλαδο
δαφνόλαδο
το
лавровое масло
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
лавровое масло
? —
δαφνόλαδο
как с
(ново)греческого
переводится слово
δαφνόλαδο
? — лавровое масло
#
(ново)греческий словарь
—
προαναφέρω
—
ορθοπαιδική
—
υφήλιος
—
άρασμα
—
μαρξίστρια
—
ονειροπόληση
—
ξεσβέρκιασμα
—
τσιφλίκι
—
υπέρλεπτος
—
αντιπρύτανις
—
ασηπτώ
—
παραφίνη
—
καταπολεμούμαι
—
αγελαδάρης
—
ναρκοθέτης
—
αποβιταμινωμένος
—
πασιφιστής
—
φυσικότητα
—
κομούνα
—
μαρτυριάρα
—
αναιμία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве