|
το лавровое масло #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лавровое масло? — δαφνόλαδο как с (ново)греческого переводится слово δαφνόλαδο? — лавровое масло — ευνοώ — αδόκιμα — μετριοπαθώς — βρωμοκοπώ — μποτιλιάρω — οξύγαλα — ξεροστάλιασμα — μυκηθμός — επίπληξη — παρήγορος — προκάλυμμα — επευφήμηση — καλύβη — πετυχαίνω — συνήχηση — ελαστικό — καφετερία — αντισεισμικά — μαρμαροστρωμένος — μερινός — αρχοντομαλάκας |
|||