Новогреческий словарь




δαφνόλαδο

δαφνόλαδο
το лавровое масло


внешние ссылки озвучка | ru.wiktionary | el.wiktionary | en.wiktionary | greek-language.gr |



как на (ново)греческом будет слово лавровое масло? — δαφνόλαδο
как с (ново)греческого переводится слово δαφνόλαδο? — лавровое масло


#(ново)греческий словарьερήμασμοπετρελαιοπηγέςενεργητικότητασκλάβαυπερύψηλοςγαλάντηςτήγμαλεξικογράφοςελισσόμενοςφορβάςκοιλότητατροχαλίαπλημμύρισμαυδατοποσίαμονόχειραςκατάγωαναπόταμααλατώδηςτίγρηβαθυμετρίαδιατροφή


Α    Β    Γ    Δ    Ε    Ζ    Η    Θ    Ι    Κ    Λ    Μ    Ν    Ξ    Ο    Π    Ρ    Σ    Τ    Υ    Φ    Χ    Ψ    Ω