|
1) убивать; 2) перен. губить #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово убивать? — δολοφονώ как на (ново)греческом будет слово губить? — δολοφονώ как с (ново)греческого переводится слово δολοφονώ? — убивать, губить — γεβέντισμα — εκπήδημα — μυγοχάφτης — μόλυσμα — ακαταζήτητος — υφαρπάζω — γαμπρίζω — παρεμπρός — δημοσιότητα — πυρέσσω — ντελής — αυτοκυβερνώμαι — αγγελοκαμωμένος — μονοξείδιο — τραχεία — χωνί — σταλαγματιά — ταρατσούλα — φαρμακομύτα — λιμνίο — Τρίτη |
|||