|
Властвование #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εξουσίαση? — — αμπώθω — τούρλα — γλοιόδερμος — εναντίωμα — δικόγραφο — ακατάκτητος — δεκαπενθημερία — αντιδηλώνω — χαράμι — ενδιάμεσο — μονοκέρατος — ελαφρόλογος — αέρας — αποπατώ — ενετή — σκάλευθρον — ανεπάγγελτος — βοητό — κερά — γεώτρηση — ωταλγικός |
|||