εξουσίαση

формы словаβ
εξουσίαση
Властвование


#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово εξουσίαση? —


αμπώθωτούρλαγλοιόδερμοςεναντίωμαδικόγραφοακατάκτητοςδεκαπενθημερίααντιδηλώνωχαράμιενδιάμεσομονοκέρατοςελαφρόλογοςαέραςαποπατώενετήσκάλευθρονανεπάγγελτοςβοητόκεράγεώτρησηωταλγικός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit