|
η 1) струна; φωνητικές ~ές — голосовые связки; νωτιαία ~ή — спинной мозг; 2) тетива; === ευαίσθητη ~ή — слабая струнка; θίγω τήν ευαίσθητη ~ή κάποιου — задевать (__чьё-л.__) самолюбие #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово струна? — χορδή как на (ново)греческом будет слово тетива? — χορδή как с (ново)греческого переводится слово χορδή? — струна, тетива — ναυτίλος — φαγητό — αχυροστρωνή — ανανούριστος — γομφίος — διαλεύκανση — προκλητικότητα — μουσκεμένος — γιαβάς — θριαμβευτής — αυτοβιογραφία — ηλεκτροφώτιση — δήλος — αύρα — σιωπηλός — γλωσσομιξία — ωαγωγικός — ορθρινός — κουκέττα — πλησιέστατος — μεταβιβάσιμος |
|||