Новогреческий словарь
χορδή
χορδή
η 1)
струна
;
φωνητικές ~ές — голосовые связки
;
νωτιαία ~ή — спинной мозг
;
2)
тетива
;
===
ευαίσθητη ~ή — слабая струнка
;
θίγω τήν ευαίσθητη ~ή κάποιου — задевать (__чьё-л.__) самолюбие
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
струна
? —
χορδή
как на
(ново)греческом
будет слово
тетива
? —
χορδή
как с
(ново)греческого
переводится слово
χορδή
? — струна, тетива
#
(ново)греческий словарь
—
αλληλοδράνεια
—
ελαιόχρους
—
θεοποιούμαι
—
ερεονητέος
—
πτέρινος
—
πρωτόπαπας
—
γλεύκος
—
ορυμαγδός
—
αναισθητίζω
—
ανενδεής
—
γκαστρωμένη
—
βαρκός
—
οδοντιατρείο
—
αγριοσίταρο
—
εξαλμυρίζω
—
διασυρμός
—
σιωνίστρια
—
ποντικός
—
παριστάω
—
τηλεφωνώ
—
αγροφυλακή
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,