|
ο 1) поручитель,; 2) ком., юр. гарант #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово поручитель? — εγγυητής как на (ново)греческом будет слово гарант? — εγγυητής как с (ново)греческого переводится слово εγγυητής? — поручитель, гарант — διαγουμάω — βαλμάς — στηθόπονος — επιπεδώνω — εύκαιρος — σφαγμός — ξεχειμαδιό — χειροκροτώ — ζουλιάρης — δαιμονίζω — αποκλεισμός — ραβδώνω — καταλέγω — συμπόνεση — αριθμοθετώ — εξομαλιστικός — ειδησεογραφικά — τεκμηριωμένος — σκιαγραφικός — γλαυκότητα — ασκητισμός |
|||