|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ντροπαλά? — — αποδιώξιμο — καλλιεργητικά — πολλαχού — πλατανών — μαστροπεύω — αραδίζω — βαθύσκιος — περπατώ — ακριμάτιστος — παιδάκι — γυμνοσπέρματος — κουνουποφάγος — ραντιστικός — τοιχωρυχία — αφερμάτισμα — ανασκοπώ — λαϊκότητα — χαϊβάνι — αποσάπουνο — κόρδα — βρωμοκόριτσο |
|||