|
ο кокосовая пальма, кокос #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кокосовая пальма? — κοκκοφοίνικας как на (ново)греческом будет слово кокос? — κοκκοφοίνικας как с (ново)греческого переводится слово κοκκοφοίνικας? — кокосовая пальма, кокос — μούχλας — ξυλοκοπτική — βοστρυχωτός — λιοτριβιό — έκχυτος — μικροβιόμετρο — νομοκάνονας — επισφράγισμα — μόρικος — αγωγή — απουσιάζω — μηχανοποίητος — εναποθήκευσις — χρυσελεφάντινος — οικονομική — ινδολογία — απέκει — όδευμα — επιφυής — αμαξοκαραγωγέας — νικελίνης |
|||