|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово βενζινοπώλισσα? — — ξυλοσκεπή — ψυχογενετικός — παραγεμιστός — κοκκινοσκούφα — θνησιμαίον — ξυλοσοφία — ζηλιαρόγατος — αβάσταχτος — ανδρίκος — όγκος — βουσυκιά — ευκολοδούλευτος — πρωτεία — γιουγκοσλαβικός — αλαφροκαρδιά — εκπεσμός — στανταρτοποιώ — καταπινάδι — αγώγι — αφεντοπούλα — γενικεύω |
|||