Новогреческий словарь
βενζινοπώλισσα
βενζινοπώλισσα
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
βενζινοπώλισσα
? —
#
(ново)греческий словарь
—
σκούριασμα
—
ευκολοαπόκτητος
—
πιγγουίνος
—
ελληνιστί
—
δέση
—
ριγωτός
—
θειαφίσιος
—
επισκότιση
—
χειλοπλαστία
—
εδραιότητα
—
εφηβικός
—
όταν
—
δόθηκα
—
ένδεκα
—
ακάρπωτος
—
συνεπτυγμένος
—
ακακοποίητος
—
διάστροφος
—
ραδιοεπικοινωνία
—
μικρολογώ
—
λυσσόδηκτος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,