|
το менуэт #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово менуэт? — μενουέττο как с (ново)греческого переводится слово μενουέττο? — менуэт — χούφταλο — αυγάτιση — βασάλτης — ανταποστέλλω — χερούλι — ψηλαφίζω — χήνος — στριφτός — σμάρι — μινοράκι — ενδέχεται — μετατρέπω — γλιστερίδα — βραγχιοφόρος — χρυσοκεντώ — πυκνόφυλλος — πλινθομηχανή — γελιέμαι — τραγογένης — ευκολοδούλευτος — ξιφομαχία |
|||