|
ο дно, днище; ως τόν ~α — до дна; μέ δυό ~ς — с двойным дном #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дно? — πυθμένας как на (ново)греческом будет слово днище? — πυθμένας как с (ново)греческого переводится слово πυθμένας? — дно, днище — Ανατολίτης — αχνούδωτος — κλοιός — ωραιότητα — σταλικώνω — κοντοπόδαρος — λειψερός — ξενύχτης — ευρύτητα — συναπάρτισμα — άφθαστο — ακορφολόγητος — εφιδρος — αεριαγωγός — κόφτης — βιοπορίζομαι — αμπώνω — ψιττακίζω — διηθουμαι — ψυχαγωγικός — αυτοδιδασκαλία |
|||