|
το лисёнок; === εκατό ή αλεπού εκατό δέκα τ' αλεπόπουλο — яйца курицу не учат #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лисёнок? — αλεπόπουλο как с (ново)греческого переводится слово αλεπόπουλο? — лисёнок — παρανάλωμα — εξακοσιοστός — λουτράρισσα — ατροφικός — τρίμερος — σκληραργίλιο — αντεπίσκεψη — πρωτοκολλημένος — απευαισθητοποιούμαι — φιλόπονα — εργατα — δανειολήπτης — παραλήπτρια — ιδρωτήριο — αφοπλισμός — μικροκλοπή — βρόγχος — δασύπτερος — γεροντογράδιο — εξυγιαντικά — αποσαθρώνομαι |
|||