αλεπόπουλο

формы словаβ
αλεπόπουλο
το лисёнок;

===
          εκατό ή αλεπού εκατό δέκα τ' αλεπόπουλο — яйца курицу не учат



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово лисёнок? — αλεπόπουλο
как с (ново)греческого переводится слово αλεπόπουλο? — лисёнок


παρανάλωμαεξακοσιοστόςλουτράρισσαατροφικόςτρίμεροςσκληραργίλιοαντεπίσκεψηπρωτοκολλημένοςαπευαισθητοποιούμαιφιλόποναεργαταδανειολήπτηςπαραλήπτριαιδρωτήριοαφοπλισμόςμικροκλοπήβρόγχοςδασύπτεροςγεροντογράδιοεξυγιαντικάαποσαθρώνομαι




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit