|
говорить серьёзно #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово говорить серьёзно? — σοβαρολογώ как с (ново)греческого переводится слово σοβαρολογώ? — говорить серьёзно — αντομνύω — υπνωτικά — ανήλιος — φύσα — σωληνίσκος — μετρονομία — λαογραφία — ζυθοπότης — απροχώρητο — διαρμίζω — αναρρίχνω — αμυρολόγητος — γαλαχτίζω — μείζων — αριεύω — τροχοπεδιλοδρομία — πλεούσα — δικαιοφανής — αιμάτωμα — μεγαλόπολη — ρεμβασμός |
|||