|
το малютка, дитятко #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово малютка? — μωρουδάκι как на (ново)греческом будет слово дитятко? — μωρουδάκι как с (ново)греческого переводится слово μωρουδάκι? — малютка, дитятко — σπονδύλωση — αποτρεπτικός — ιερομηνία — νεοφασίστας — ψιλικατζίδικο — ισόμορφος — ζαρζαβατσής — γροθοπατινάδα — επανέλεγχος — ψυχοπνευματικός — βροντοχτυπώ — ανισόπεδος — αυλωδώ — κοροϊδεύομαι — διατονικός — σύσταση — μεγαλόπρεπος — περιδίνησις — αγαποβότανο — ατέλειωτος — ξεπονίζω |
|||