Новогреческий словарь
μωρουδάκι
μωρουδάκι
το
малютка, дитятко
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
малютка
? —
μωρουδάκι
как на
(ново)греческом
будет слово
дитятко
? —
μωρουδάκι
как с
(ново)греческого
переводится слово
μωρουδάκι
? — малютка, дитятко
#
(ново)греческий словарь
—
απολουσίδι
—
πυρηνελαιουργία
—
ατσιγγάνικος
—
λάσιος
—
ξεσκουντάω
—
θεοπάλαβος
—
φάρυγξ
—
ξιπασιά
—
επισκύνιον
—
ισχυρίζομαι
—
κενολογώ
—
πυραμιδικός
—
μονοκόμματος
—
κοντυλογραμμένος
—
αναισθητοποιούμαι
—
ειδυλλιακός
—
υπνογόνος
—
νερολαδιά
—
χορδίτις
—
μισό
—
χλωροφορμιστής
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве