|
η импровизатор (относится к объекту ж.р.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово импровизатор? — αυτοσχεδιάστρια как с (ново)греческого переводится слово αυτοσχεδιάστρια? — импровизатор — επινεύω — απροφάσιστος — δισταχτικότητα — καβατζάρισμα — μειοδότης — εξαήμερον — γιουχάισμα — πεντάδιπλος — ναυλαγορά — δυσμεταχείριστος — ερεβινθοειδής — εκπνοή — βρογχοσκόπιον — ανθοδέτης — ανασυσταίνω — λιοτριβείο — χωροβάτης — φυτεύω — φάγαινα — γλύκα — εξόδευμα |
|||