αυτοσχεδιάστρια

формы словаβ
αυτοσχεδιάστρια
η импровизатор (относится к объекту ж.р.)



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово импровизатор? — αυτοσχεδιάστρια
как с (ново)греческого переводится слово αυτοσχεδιάστρια? — импровизатор


επινεύωαπροφάσιστοςδισταχτικότητακαβατζάρισμαμειοδότηςεξαήμερονγιουχάισμαπεντάδιπλοςναυλαγοράδυσμεταχείριστοςερεβινθοειδήςεκπνοήβρογχοσκόπιονανθοδέτηςανασυσταίνωλιοτριβείοχωροβάτηςφυτεύωφάγαιναγλύκαεξόδευμα




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit