|
η сторонница димотики, димотикистка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сторонница димотики? — δημοτικίστρια как на (ново)греческом будет слово димотикистка? — δημοτικίστρια как с (ново)греческого переводится слово δημοτικίστρια? — сторонница димотики, димотикистка — υπογάστριος — στεατοπυγία — ακλησίαστος — ανενδεής — ψοφώ — επίχυση — μονοτονικός — ωριαίος — ερωτοτροπώ — απόγιομα — νοικάρισσα — καλαμπουρτζής — αυτοβαφής — ξηστρεφτή — ζενιθιακός — ερμητικότητα — συζυγικός — αεροδίνητος — εκφωνώ — καλούπι — καϋμός |
|||