|
η петрология #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово петрология? — λιθολογία как с (ново)греческого переводится слово λιθολογία? — петрология — ολιγόπιστος — μεριδιούχος — κειμηλιοθήκη — διανυκτέρευση — πλευρίζω — ταγγισμένος — νανουρίζομαι — ασώματος — εξιτήριο — σύνορο — αλάτι — σπιτονοικοκύρά — γαρδέλία — αγνωθος — βιολοντσέλλο — αδιασταύρωτος — μακρόθυμος — σαθρότητα — φωτοσύνθεση — σηκωτός — προικοθηρία |
|||