|
ο свайный молот #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово свайный молот? — πασσαλοπήκτης как с (ново)греческого переводится слово πασσαλοπήκτης? — свайный молот — φιλοξενών — αγουρογεράζω — προσφορά — διαπραγματευτικός — ζυγαρίζω — ζυγό — ψευδαργύρωση — δεξιήνεμος — τέφρα — συνέλιξη — εξάμβλωσις — αγριοκοιτάζω — αργούτσικα — καπνοβιομήχανος — αιχμαλωσία — ντουμπλέ — κοσμοείδωλο — επιτύμβιον — σεμνοπρεπής — αγκυνάρα — συντήρηση |
|||