Новогреческий словарь
φλοιοβαφή
φλοιοβαφή
η
краситель
(из коры дуба и т. п.)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
краситель
? —
φλοιοβαφή
как с
(ново)греческого
переводится слово
φλοιοβαφή
? — краситель
#
(ново)греческий словарь
—
λιποθύμισμα
—
πινακίδα
—
δυσκολοχώνευτος
—
δεκαριά
—
βοτανίζω
—
τρακτερωτός
—
υγειονομικός
—
καρφωτής
—
παζάρι
—
λογιστική
—
στέλλω
—
ασσαλος
—
ένοχος
—
χαροκόπος
—
φουτουριστής
—
ολιγαρχικός
—
αυγαταίνω
—
ερωτόκαστρο
—
αναβλάστημα
—
εσωτερικός
—
φαγκοττο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω