|
с трудом исправимый, неисправимый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово с трудом исправимый? — δυσδιόρθωτος как на (ново)греческом будет слово неисправимый? — δυσδιόρθωτος как с (ново)греческого переводится слово δυσδιόρθωτος? — с трудом исправимый, неисправимый — ανεικονικός — ιδιοσυντήρητος — χρωματική — βαμβακάκι — βαριοκαρδίζω — λεξικογραφία — ανεμαζωχτής — σαβουρογάμης — απόγι — κάθου — συνωθούμαι — πιλοποιία — έξοδο — ηδονιστικά — υδατικός — περιγέλιο — ασύνειδα — ιδιοτελής — διάγλυμμα — διαπορητικός — καρπιαίος |
|||