|
το букинистический магазин #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово букинистический магазин? — παλαιοβιβλιοπωλείο как с (ново)греческого переводится слово παλαιοβιβλιοπωλείο? — букинистический магазин — οδυρμός — χειραποσκευή — γλοκολαλάω — συμφιλιώ — μεγεθυντικός — καλιγωτής — λολός — πρόσθιος — ανακρούω — ψυχρολουσία — ιδροκοπώ — ηλεκτροδυναμικός — αθλιότητης — απαλλοτριωτέος — ολόσκεπος — αλγεινότητα — λαγωχειλία — ζιζυφιά — κυριούλης — σύνηθες — πελαγίσιος |
|||