|
ο 1) петух; 2) курок (ружья); σηκώνω τόν ~ό — взводить курок; === όπου λαλούν πολλοί ~οί, αργεί νά ξημερώσει — посл. [phrase]у семи нянек дитя без глазу[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово петух? — πετεινός как на (ново)греческом будет слово курок? — πετεινός как с (ново)греческого переводится слово πετεινός? — петух, курок — ανυπερθέτως — απεικονίζω — σταρένιος — μωρούδισμα — λαμπαδηφορία — βασαλτικός — καλόγεννη — ίκτερος — μιμικός — καμινέας — διανυκτέρευση — τσίκνωμα — κοιλιακός — μεταβλητός — γρίπιση — διαχάραξη — αποφόρτισμός — ελάττωση — αμυγδαλοειδή — ηξεύρω — ξεγνοιάζομαι |
|||