|
η декоративное искусство #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово декоративное искусство? — διακοσμητική как с (ново)греческого переводится слово διακοσμητική? — декоративное искусство — ενοικώ — δεσποινίς — ντριτσάρω — γκρινιάρικος — κροκοσυλλέκτρια — τιμόνι — διεισδυτικότης — δήλιος — αλκοολομέτρηση — καλόδεχτος — φυλλοκάρδι — τυποκλοπώ — αμαζόνειος — αρνητικός — καραβόσκαρο — ανεξαγόραστος — καμήλα — αναθορυβώ — αμφιλογία — σπερματίας — άγνεστος |
|||