Новогреческий словарь
παλινδρομικώς
παλινδρομικώς
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
παλινδρομικώς
? —
#
(ново)греческий словарь
—
αναστατώνω
—
ενενηκοντάκις
—
αγρίευμα
—
μικτοβαρής
—
δημοσιοποίηση
—
πισώπλατος
—
χλωροφορμιούχος
—
κάτι
—
Τσεχοσλοβάκος
—
επικούρειος
—
αναδημοσίευση
—
προπορεύομαι
—
τιμονιά
—
ενδύομαι
—
αισχρολογία
—
μαυρολάχανο
—
εννεάμηνος
—
αεριοδοχείο
—
εμβύω
—
ριγανάτο
—
κάνθαρος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве