|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово παλινδρομικώς? — — περιπάτημα — πέζο — τσίτσιδος — ηπατικός — βίσεχτος — σαιζόν — κούδαρος — διπλοχαιρετώ — καρυδένιος — ταπέτο — πεταμένος — αμυγδαλίτιδα — Ρουμάνος — συμβαίνει — κηπουρός — υδροκρίτης — στάνταρτ — σκύλος — κατάκορφος — κονσερβοκούτι — ληστρικός |
|||