Новогреческий словарь
λυσσιάρης
λυσσιάρης
ο 1)
бешеный
;
2)
эротоман
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
бешеный
? —
λυσσιάρης
как на
(ново)греческом
будет слово
эротоман
? —
λυσσιάρης
как с
(ново)греческого
переводится слово
λυσσιάρης
? — бешеный, эротоман
#
(ново)греческий словарь
—
κατατοπιστικός
—
διαλοή
—
κοφίνα
—
προσκεφαλάδι
—
σκυλίτσα
—
κοχλιακός
—
ιστοθέτηση
—
κρητικός
—
εντός
—
αντιλογήτικος
—
αγιοβασιλιάτικος
—
καταβάλλομαι
—
μουθουνίζω
—
αγάλια
—
κετόνες
—
κανναβόσκοινο
—
μαστροπεία
—
ευλογιώ
—
αλχημιστικός
—
συνθηματικός
—
αμνάδα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,