|
το лек (денежная единица Албании) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лек? — λέκ как с (ново)греческого переводится слово λέκ? — лек — συναιρούμαι — εσωρράχιον — υπογλυκαιμία — πραγματογνωσία — ράφι — γρασερός — συρματωτήρας — διοργάνωση — μάθος — αθεώρητος — πολλαχόθεν — κεκτημένος — διάγλυμμα — αποσύνθεση — φυσιολογείο — υποστήριγμα — ενσπέρματος — λωποδύτισσα — ρουπακιά — κρηνίδωμα — αμυδρώς |
|||