|
το 1) насыщение; ~όν δέν έχει — [phrase]он ненасытен[/phrase]; 2) пресыщение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово насыщение? — χόρτασμα как на (ново)греческом будет слово пресыщение? — χόρτασμα как с (ново)греческого переводится слово χόρτασμα? — насыщение, пресыщение — μειώνομαι — ζάπι — νικοτινικός — συντηρητικά — διείσδυση — συνταξιδεύω — τοξικομανία — παρεμβατικός — υποβαστάζω — μελιτριόζη — αυτοεπαινούμαι — ακομμάτιστος — μηχανεύομαι — συνοδία — αργοψένω — ρούγα — λιοτριβείο — τρελοκατάσταση — επίστομα — σφαιρίνη — ξινόγλυκος |
|||