|
альтруистический #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово альтруистический? — φιλάλληλος как с (ново)греческого переводится слово φιλάλληλος? — альтруистический — κολόπτω — απρογύμναστος — σέλινο — δικολάβος — αλιφασκιά — αγριόκλημα — βουτυρίλα — δασύσκιος — συνωδά — βαμβακοπαραγωγός — ομαδικότητα — νεολαία — αφερέγγυος — ρωμαίϊκο — αποδόσιμος — παρακελευστικός — νωθρός — λιοκούκουτσο — αναρριχητικός — ανατροχάζω — ηδύοσμον |
|||