|
η пастораль #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пастораль? — παστορέλλα как с (ново)греческого переводится слово παστορέλλα? — пастораль — αφιερωτής — παζάρευμα — γιουρούσι — μαγγανοπήγαδο — νταβίδι — ίσος — αμέριμνος — διπλοσκοπός — πρεσβυωπία — ανεπαίνετος — περισυλλογή — ατμοποίηση — κατρακύλημα — ετεροτροφία — διπλασιάζω — χαρτέμπορος — ξεκαπάκωμα — καταφρόνια — παιδοψυχιατρικός — κρουσίφλογος — πατριδογνωσία |
|||