|
παθ. αόρ. от. χαλνώ #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово χαλάστηκα? — — αντιπρόσωπος — μηδαμινότητα — αλεπότρυπα — κρυφοσμίγω — Μαυροκέφαλος — κεχωρισμένος — συμπλήρωμα — προλαλήσας — ευκολοδιάβαστος — στίμμι — προσβλημένος — αδροκαμωμένος — ραιβός — παραβάνω — ψένω — πρόξενος — παιδοψυχίατρος — αεριστήριος — απλωμα — διαδίκτυο — πλιατσικολογώ |
|||