|
(αόρ. εξέδυσα) раздевать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово раздевать? — εκδύω как с (ново)греческого переводится слово εκδύω? — раздевать — φαινικούχος — μπάσσο — γραπτός — ασιανή — βουνοσειρά — ζορμπαλίδικα — αμπελουργός — υπερτροφία — μπερμπάντεμα — ξαδέρφι — χωματίδα — αντιτίθεμαι — τεύχος — επιών — δακρυοειδής — ελλειμματικός — συσσίτιο — αναθερμαίνω — βελοειδής — γαϊτανάς — χρυσομάλλούσα |
|||