|
η слух; οξεία ~ — острый слух; === εξ ~ης — понаслышке #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово слух? — ακοή как с (ново)греческого переводится слово ακοή? — слух — ψυχοβγάλτης — μανουάλι — γονοκοκκίαση — μηχανοκατασκευή — επιχορήγηση — μαυραδάκι — ξεπίτηδες — γούσλη — ματόκλαδο — λιμάρισμα — πλατανότοπος — αναστηλωτικός — αλυσόδετος — τριβεύς — παλαβομάρα — ξαστέρωμα — φτιάσιμο — εβδομηκοντούτης — καταφατικά — μηλόπιτα — εξαίρεση |
|||