|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αρραγώς? — — εισόρμηση — αφεντιάζω — συνευρίσκομαι — γλυκοκοιμώ — ημιπαράφρων — σκαταδίωχτος — ταχύνω — αναδωμός — πατρωνεύω — ιχνογράφος — αδικοκρένω — γιδοβύζι — μύωσις — μεσίστιος — κατάστρωση — ελαφρολόγία — φωλεά — κικινέλαιο — χρήση — αποσταφιδιάζομαι — τραγικό |
|||